- αλλοφάσσω
- ἀλλοφάσω (Α)παραπαίω, παραφρονώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνική λ., αβέβαιης ετυμολογίας. Το ά συνθετικό της συνδέεται με τη λ. ἇλλος (αιολ., αμφισβητούμενο τ. τής λ. ἠλεός «ταραγμένος, παράφρων» — πρβλ. και ἀλλό-φρων). Για το β' συνθετικό πρβλ. λ. παιφάσσω «ορμώ, εφορμώ»].
Dictionary of Greek. 2013.